ἐπανδιπλάζω: Difference between revisions
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
(4) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπανδιπλάζω:''' ποιητ. αντί <i>ἐπ-αναδιπλάζω</i>, [[επαναλαμβάνω]] ερωτήσεις, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἐπανδιπλάζω:''' ποιητ. αντί <i>ἐπ-αναδιπλάζω</i>, [[επαναλαμβάνω]] ερωτήσεις, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπανδῐπλάζω:''' [из *[[ἐπαναδιπλάζω]] повторять (вопрос), переспрашивать Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:00, 31 December 2018
English (LSJ)
poet. for ἐπαναδιπλάζω (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανδιπλάζω: ποιητ. ἀντὶ ἐπαναδιπλάζω.
French (Bailly abrégé)
interroger une seconde fois, de nouveau.
Étymologie: poét. p. *ἐπαναδιπλάζω, de ἐπί, ἀνά, διπλάζω.
Greek Monotonic
ἐπανδιπλάζω: ποιητ. αντί ἐπ-αναδιπλάζω, επαναλαμβάνω ερωτήσεις, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπανδῐπλάζω: [из *ἐπαναδιπλάζω повторять (вопрос), переспрашивать Aesch.