ἐπιδιαρρήγνυμαι: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιδιαρρήγνῡμαι:''' αόρ. βʹ -διερράγην [ᾰ], Παθ., [[ξεσπώ]] [[εναντίον]] ή λόγω ενός πράγματος, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐπιδιαρρήγνῡμαι:''' αόρ. βʹ -διερράγην [ᾰ], Παθ., [[ξεσπώ]] [[εναντίον]] ή λόγω ενός πράγματος, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιδιαρρήγνῠμαι:''' (aor. 2 conjct. ἐπιδιαρρᾰγῶ) разрываться, лопаться Arph.
}}
}}