ἐπουρίζω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπουρίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[πνέω]] ευνοϊκά πάνω από, λέγεται για ευνοϊκό, ούριο άνεμο ([[οὖρος]]), <i>ἐπ. τὴν ὀθόνην</i>, [[φουσκώνω]] τα πανιά, σε Λουκ.· μεταφ., [[φρόνημα]] [[ἐπουρίζω]], [[αλλάζω]] την [[άποψη]] κάποιου με [[επιτυχία]] πάνω σε ένα [[ζήτημα]], σε Ευρ.· με σύστ. αιτ., [[πνεῦμα]] αἱματηρὸν [[ἐπουρίζω]] τινί (λέγεται για τις Ερινύες), [[στέλνω]], [[εξαπολύω]] [[εναντίον]] του [[θύελλα]], άνεμο δολοφονικής πνοής, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἐπουρίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[πνέω]] ευνοϊκά πάνω από, λέγεται για ευνοϊκό, ούριο άνεμο ([[οὖρος]]), <i>ἐπ. τὴν ὀθόνην</i>, [[φουσκώνω]] τα πανιά, σε Λουκ.· μεταφ., [[φρόνημα]] [[ἐπουρίζω]], [[αλλάζω]] την [[άποψη]] κάποιου με [[επιτυχία]] πάνω σε ένα [[ζήτημα]], σε Ευρ.· με σύστ. αιτ., [[πνεῦμα]] αἱματηρὸν [[ἐπουρίζω]] τινί (λέγεται για τις Ερινύες), [[στέλνω]], [[εξαπολύω]] [[εναντίον]] του [[θύελλα]], άνεμο δολοφονικής πνοής, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπουρίζω:''' <b class="num">1)</b> (о попутном ветре) досл. погонять, мчать, перен. поворачивать(ся), обращать(ся): [[οὔτι]] [[ταύτῃ]] σὸν [[φρόνημα]] ἐπουρίσας Eur. не в эту сторону обратилась твоя мысль; [[πνεῦμα]] αἱματηρὸν ἐ. τινί Aesch. дохнуть на кого-л. кровавым дыханием (об Эриниях);<br /><b class="num">2)</b> плыть с попутным ветром: ἐ. περὶ χρημάτων κτῆσιν Plat. плыть в поисках богатства; τρέχε κατὰ τοὺς κόρακας ἐπουρίσας! Arph. провались ты поскорее!
}}
}}