3,274,827
edits
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιτηδές:''' επίρρ., με τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετείται ο [[σκοπός]], επαρκώς, αρκετά, ή με προκαθορισμένο σκοπό, σκόπιμα, εκ προθέσεως, εσκεμμένα, Λατ. [[consulto]], de [[industria]], σε Όμηρ.· σε Ηρόδ. και Αττ. γράφεται προπαροξ., [[ἐπίτηδες]], σε Ηρόδ.· Δωρ. ἐπίτᾱδες, σε Θεόκρ.· επίσης, σκοπίμως, απατηλά, πονηρά, σε Ευρ. (αμφίβ. προέλ.). | |lsmtext='''ἐπιτηδές:''' επίρρ., με τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετείται ο [[σκοπός]], επαρκώς, αρκετά, ή με προκαθορισμένο σκοπό, σκόπιμα, εκ προθέσεως, εσκεμμένα, Λατ. [[consulto]], de [[industria]], σε Όμηρ.· σε Ηρόδ. και Αττ. γράφεται προπαροξ., [[ἐπίτηδες]], σε Ηρόδ.· Δωρ. ἐπίτᾱδες, σε Θεόκρ.· επίσης, σκοπίμως, απατηλά, πονηρά, σε Ευρ. (αμφίβ. προέλ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιτηδές:''' атт. [[ἐπίτηδες]], дор. [[ἐπίταδες|ἐπίτᾱδες]] adv.<br /><b class="num">1)</b> надлежащим образом, как (или сколько) следует, в достаточном количестве (ἐρέτας ἀγείρειν Hom.): [[ὥσπερ]] [[ἐπίτηδες]] Plut. как следует, наилучшим образом;<br /><b class="num">2)</b> умышленно, преднамеренно, нарочно Her., Arst., Plut.;<br /><b class="num">3)</b> хитро, притворно, лукаво: ἀπὸ καρδίας [[σαφῶς]] καὶ μὴ [[ἐπίτηδες]] Eur. чистосердечно и бесхитростно. | |||
}} | }} |