ἐσθίω: Difference between revisions

1,305 bytes added ,  31 December 2018
2
(4)
(2)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐσθίω:''' παρατ. [[ἤσθιον]], μέλ. [[ἔδομαι]] από [[ἔδω]], παρακ. [[ἐδήδοκα]], Επικ. μτχ. [[ἐδηδώς]], υπερσ. <i>ἐδηδόκειν</i>, σε Λουκ. — Παθ., παρακ. [[ἐδήδεσμαι]], Επικ. γʹ ενικ. [[ἐδήδοται]]· ο αόρ. βʹ συμπληρώνεται από το [[φαγεῖν]]·<br /><b class="num">1.</b> [[τρώω]], Λατ. [[edo]] (πρβλ. [[ἔδω]]), σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἐσθ. τινός</i>, [[τρώω]] από [[κάτι]] (επιμεριστική γεν.), σε Ξεν — Παθ., <i>οἶκοςἐσθίεται</i>, η [[περιουσία]] καταναλώνεται, η [[περιουσία]] κατατρώγεται, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., πάντας [[πῦρ]] ἐσθίει, η [[φωτιά]] αφανίζει, ρημάζει τα πάντα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐσθ. ἑαυτόν</i>, στενοχωριέμαι (όπως το Ομηρ. <i>ὃν θυμὸν κατέδων</i>), σε Αριστοφ.· <i>ἐσθ. τὴν χελύνην</i>, [[δαγκώνω]] το [[χείλος]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἐσθίω:''' παρατ. [[ἤσθιον]], μέλ. [[ἔδομαι]] από [[ἔδω]], παρακ. [[ἐδήδοκα]], Επικ. μτχ. [[ἐδηδώς]], υπερσ. <i>ἐδηδόκειν</i>, σε Λουκ. — Παθ., παρακ. [[ἐδήδεσμαι]], Επικ. γʹ ενικ. [[ἐδήδοται]]· ο αόρ. βʹ συμπληρώνεται από το [[φαγεῖν]]·<br /><b class="num">1.</b> [[τρώω]], Λατ. [[edo]] (πρβλ. [[ἔδω]]), σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἐσθ. τινός</i>, [[τρώω]] από [[κάτι]] (επιμεριστική γεν.), σε Ξεν — Παθ., <i>οἶκοςἐσθίεται</i>, η [[περιουσία]] καταναλώνεται, η [[περιουσία]] κατατρώγεται, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., πάντας [[πῦρ]] ἐσθίει, η [[φωτιά]] αφανίζει, ρημάζει τα πάντα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐσθ. ἑαυτόν</i>, στενοχωριέμαι (όπως το Ομηρ. <i>ὃν θυμὸν κατέδων</i>), σε Αριστοφ.· <i>ἐσθ. τὴν χελύνην</i>, [[δαγκώνω]] το [[χείλος]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐσθίω:''' (impf. [[ἤσθιον]], fut. [[ἔδομαι]] - поздн. [[φάγομαι]], aor. 2 [[ἔφαγον|ἔφᾰγον]], pf. [[ἐδήδοκα]], pf. 2 [[ἔδηδα]], ppf. ἐδηδόκειν; pass.: aor. [[ἠδέσθην]], pf. [[ἐδήδεσμαι]])<br /><b class="num">1)</b> есть (τι Hom., Arst. и τινός Xen., Arst.): τὰ ἐσθίοντα Xen. органы еды, т. е. рот;<br /><b class="num">2)</b> (о животных) поедать, пожирать ([[ὥστε]] [[λέων]] Hom.; αἰετὸς [[ἧπαρ]] ἤσθιεν, sc. Προμηθέως Hes.): ἐδηδοκώς Arst. наевшийся;<br /><b class="num">3)</b> перен. пожирать, истреблять, уничтожать (πάντας [[πῦρ]] ἐσθίει Hom.); pass. быть разоряемым, гибнуть (ἐσθίεταί μοι [[οἶκος]] Hom.);<br /><b class="num">4)</b> (тж. ἐ. τὴν χαρδίαν [[Pythagoras]] ap. Plut.) терзать, мучить: ἀνίστασο μηδ᾽ [[οὕτως]] σεαυτὸν ἔσθιε Arph. перестань так терзаться;<br /><b class="num">5)</b> кусать: ὑπ᾽ ὀργῆς τὴν χελύνην ἐ. Arph. в гневе кусать губы.
}}
}}