εὔζωρος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔζωρος:''' -ον, [[τελείως]] [[καθαρός]], [[αμιγής]], λέγεται για [[κρασί]], σε Ευρ.· συγκρ. <i>-ότερος</i> και <i>-έστερος</i>.
|lsmtext='''εὔζωρος:''' -ον, [[τελείως]] [[καθαρός]], [[αμιγής]], λέγεται για [[κρασί]], σε Ευρ.· συγκρ. <i>-ότερος</i> και <i>-έστερος</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔζωρος:''' <b class="num">1)</b> чистый, несмешанный ([[μέθυ]] Eur.; [[οἶνος]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> наполненный чистым вином ([[κύλιξ]] Plut.).
}}
}}