εὐπαρακολούθητος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐπαρᾰκολούθητος:''' -ον ([[παρακολουθέω]]), αυτός που εύκολα μπορεί [[κάποιος]] να τον παρακολουθήσει, λέγεται για [[επιχείρημα]], σε Αριστ.
|lsmtext='''εὐπαρᾰκολούθητος:''' -ον ([[παρακολουθέω]]), αυτός που εύκολα μπορεί [[κάποιος]] να τον παρακολουθήσει, λέγεται για [[επιχείρημα]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐπαρᾰκολούθητος:''' легко прослеживаемый, простой для понимания (ἡ [[διήγησις]] Polyb.): τοῦ εὐπαιακολουθήτου [[ἕνεκεν]] Arst. для легкости понимания.
}}
}}