εὐρύνω: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐρύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνῶ</i> ([[εὐρύς]])·<br /><b class="num">1.</b> [[πλαταίνω]], <i>εὐρῦναι ἀγῶνα</i>, διαπλάτυναν χώρο της ορχήστρας (για τον Χορό), σε Ομήρ. Οδ.· τὸ [[μέσον]] εὐρύνειν, [[αφήνω]] στη [[μέση]] ένα ευρύ [[κενό]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[επεκτείνω]], σε Ανθ. — Παθ., εκτείνομαι σε [[μεγάλη]] [[έκταση]], σε Λουκ.
|lsmtext='''εὐρύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνῶ</i> ([[εὐρύς]])·<br /><b class="num">1.</b> [[πλαταίνω]], <i>εὐρῦναι ἀγῶνα</i>, διαπλάτυναν χώρο της ορχήστρας (για τον Χορό), σε Ομήρ. Οδ.· τὸ [[μέσον]] εὐρύνειν, [[αφήνω]] στη [[μέση]] ένα ευρύ [[κενό]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[επεκτείνω]], σε Ανθ. — Παθ., εκτείνομαι σε [[μεγάλη]] [[έκταση]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐρύνω:''' (ῡ)<b class="num">1)</b> расширять, т. е. расчищать (καλὸν ἀγῶνα Hom.);<br /><b class="num">2)</b> раздвигать, увеличивать (αὔλακας, χείλεα Theocr.): τὸ [[μέσον]] εὐ. Her. расширяться посредине; εὐ. τοὺς μυκτῆρας Xen. (о лошади) раздувать ноздри.
}}
}}