θάνατος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θάνᾰτος:''' ὁ ([[θνῄσκω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[θάνατος]], σε Όμηρ., κ.λπ.· [[θάνατος]] τινος, ο [[θάνατος]] που επαπειλείται από κάποιον, σε Ομήρ. Οδ.· [[θάνατόνδε]], σε θάνατο, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> στην Αττ., <i>θάνατον καταγιγνώσκειν τινός</i>, [[καταδικάζω]] κάποιον σε θάνατο, σε Θούκ.· <i>θανάτου κρίνεσθαι</i>, δικάζομαι για θάνατο, στον ίδ.· ελλειπτ., <i>τὴν ἐπὶ θανάτῳ κεκοσμημένος</i>, (ενν. <i>στολήν</i>), σε Ηρόδ.· <i>δῆσαί τινα τὴν ἐπὶ θανάτου</i> (ενν. <i>δέσιν</i>), στον ίδ.· τοῖς Ἀθηναίοις ἐπιτρέψαι περὶ [[σφῶν]] αὐτῶν πλὴν θανάτου, για [[κάθε]] [[τιμωρία]] [[πλην]] του θανάτου, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> πληθ. <i>θάνατοι</i>, τρόποι θανάτου, σε Ομήρ. Οδ.· ή οι θάνατοι διαφόρων ανθρώπων ή [[ακόμα]] και ενός προσώπου, σε Τραγ.·<br /><b class="num">II.</b> ως κύρ. όνομα, [[Θάνατος]], ο [[Θάνατος]], ο [[δίδυμος]] [[αδελφός]] του Ύπνου, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">III.</b> = [[νεκρός]], σε Ανθ. Π.
|lsmtext='''θάνᾰτος:''' ὁ ([[θνῄσκω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[θάνατος]], σε Όμηρ., κ.λπ.· [[θάνατος]] τινος, ο [[θάνατος]] που επαπειλείται από κάποιον, σε Ομήρ. Οδ.· [[θάνατόνδε]], σε θάνατο, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> στην Αττ., <i>θάνατον καταγιγνώσκειν τινός</i>, [[καταδικάζω]] κάποιον σε θάνατο, σε Θούκ.· <i>θανάτου κρίνεσθαι</i>, δικάζομαι για θάνατο, στον ίδ.· ελλειπτ., <i>τὴν ἐπὶ θανάτῳ κεκοσμημένος</i>, (ενν. <i>στολήν</i>), σε Ηρόδ.· <i>δῆσαί τινα τὴν ἐπὶ θανάτου</i> (ενν. <i>δέσιν</i>), στον ίδ.· τοῖς Ἀθηναίοις ἐπιτρέψαι περὶ [[σφῶν]] αὐτῶν πλὴν θανάτου, για [[κάθε]] [[τιμωρία]] [[πλην]] του θανάτου, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> πληθ. <i>θάνατοι</i>, τρόποι θανάτου, σε Ομήρ. Οδ.· ή οι θάνατοι διαφόρων ανθρώπων ή [[ακόμα]] και ενός προσώπου, σε Τραγ.·<br /><b class="num">II.</b> ως κύρ. όνομα, [[Θάνατος]], ο [[Θάνατος]], ο [[δίδυμος]] [[αδελφός]] του Ύπνου, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">III.</b> = [[νεκρός]], σε Ανθ. Π.
}}
{{elru
|elrutext='''θάνᾰτος:''' (θᾰ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> смерть (ἐν τῇ ζωῇ καὶ ἐν πᾶσι θανάτοις Plat.; [[γένεσις]] καὶ θ. Arst.; θ. [[αἰφνίδιος]] Plut.): [[θανέειν]] οἰκτίστῳ θανάτῳ Hom. умереть самой жалкой смертью; στρατηγοῦ θάνατον ἀποθνῄσκειν Plut. умереть смертью полководца; θ. τάδ᾽ ἀκούειν Soph. слышать это - смерти подобно (ср. «горше смерти»); ἡ πληγὴ τοῦ θανάτου NT смертельная рана; [[χώρα]] καὶ σκιὰ θανάτου NT = ὁ [[ᾅδης]];<br /><b class="num">2)</b> умерщвление, убийство (δεσποτῶν Aesch.; οἱ ἐν τῷ φανερῷ θάνατοι Arst.): [[ἐπίκουρος]] ἀδήλων θανάτων Soph. мститель за неведомо кем совершенное убийство (Лаия); θάνατοι αὐθένται Aesch. убийство близких;<br /><b class="num">3)</b> смертный приговор, казнь: πολλῶν θανάτων [[ἄξιος]] Dem. достойный тысячи казней; περὶ θανάτου διώκειν Xen. преследовать по обвинению, грозящему смертной казнью; θανάτου χρίνεσθαι Thuc. быть под судом по делу, угрожающему смертным приговором; ([[κατα]])[[δεῖν]] τὴν ἐπὶ θανάτῳ (sc. δέσιν) Her. связать для ведения на казнь; ἡ ἐπὶ θανάτῳ (sc. [[ζημία]]) Her. и ἡ θανάτου [[ζημία]] Isocr. смертная казнь;<br /><b class="num">4)</b> мертвец, труп (ἀτυμβεύτου θανάτοιο [[λείψανον]] Anth.).
}}
}}