3,270,374
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἱππιοχάρμης:''' -ου, ὁ ([[χάρμη]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πολεμά από [[άρμα]], σε Όμηρ.· [[έπειτα]], [[ιππέας]], [[αναβάτης]], [[καβαλάρης]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., <i>ἱππ. κλόνοι</i>, ο [[θόρυβος]] της συμπλοκής ιππέων, στον ίδ. | |lsmtext='''ἱππιοχάρμης:''' -ου, ὁ ([[χάρμη]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πολεμά από [[άρμα]], σε Όμηρ.· [[έπειτα]], [[ιππέας]], [[αναβάτης]], [[καβαλάρης]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., <i>ἱππ. κλόνοι</i>, ο [[θόρυβος]] της συμπλοκής ιππέων, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱππιοχάρμης:''' ου adj. m<br /><b class="num">1)</b> конный, кавалерийский: ἱππιοχάρμεις κλόνοι Aesch. шум (сумятица) конного сражения;<br /><b class="num">2)</b> сражающийся с боевой колесницы, конеборец (Τρώϊλος Hom.).<br />ου ὁ наездник, всадник, конный боец Aesch. | |||
}} | }} |