3,274,916
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταθνῄσκω:''' μέλ. κατα-[[θανοῦμαι]], συγκοπτ. κατ-[[θανοῦμαι]], αόρ. βʹ <i>κατέθᾰνον</i>, Επικ. <i>κάτθᾰνον</i>· παρακ. -[[τέθνηκα]]·<br /><b class="num">1.</b> [[φθίνω]], [[σβήνω]], [[πεθαίνω]], και σε αόρ. βʹ και παρακ., είμαι [[νεκρός]], σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκλείπω]], [[γίνομαι]] [[άφαντος]], εξαφανίζομαι, σε Μόσχ., Βίωνα. | |lsmtext='''καταθνῄσκω:''' μέλ. κατα-[[θανοῦμαι]], συγκοπτ. κατ-[[θανοῦμαι]], αόρ. βʹ <i>κατέθᾰνον</i>, Επικ. <i>κάτθᾰνον</i>· παρακ. -[[τέθνηκα]]·<br /><b class="num">1.</b> [[φθίνω]], [[σβήνω]], [[πεθαίνω]], και σε αόρ. βʹ και παρακ., είμαι [[νεκρός]], σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκλείπω]], [[γίνομαι]] [[άφαντος]], εξαφανίζομαι, σε Μόσχ., Βίωνα. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατα-θνῄσκω, Aeol. κατθνάσκω; ep. aor. κάτθανον, inf. aor. κατθανεῖν, ptc. κατθανών; fut. κατθανοῦμαι, sterven; gedood worden:; κάτθανε καὶ Πάτροκλος ook Patroclus is gedood Il. 21.107; perf. κατατέθνηκα dood zijn. | |||
}} | }} |