καταβεβαιόομαι: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταβεβαιόομαι:''' αποθ., [[διαβεβαιώνω]] ισχυρά, σε Πλούτ.
|lsmtext='''καταβεβαιόομαι:''' αποθ., [[διαβεβαιώνω]] ισχυρά, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταβεβαιόομαι:''' утверждать, уверять ([[ταῦτα]] [[οὖν]] ὁ Λίβιος [[οὕτω]] [[γενέσθαι]] καταβεβαιοῦται Plut.).
}}
}}