κνήμαργος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κνήμαργος:''' -ον, αυτός που έχει λευκές κνήμες, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''κνήμαργος:''' -ον, αυτός που έχει λευκές κνήμες, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κνήμαργος:''' белоногий (ταῦροι Theocr.).
}}
}}