κοινόλεκτρος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κοινόλεκτρος:''' -ον ([[λέκτρον]]), αυτός που έχει το ίδιο [[κρεβάτι]], [[σύζυγος]], [[σύντροφος]], [[ομόκλινος]], [[σύνευνος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κοινόλεκτρος:''' -ον ([[λέκτρον]]), αυτός που έχει το ίδιο [[κρεβάτι]], [[σύζυγος]], [[σύντροφος]], [[ομόκλινος]], [[σύνευνος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''κοινόλεκτρος:''' <b class="num">I</b> adj. f разделяющая ложе ([[δάμαρ]] Aesch.).<br /><b class="num">II</b> ἡ наложница Aesch.
}}
}}