κρόταφος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρότᾰφος:''' ὁ ([[κροτέω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[πλευρά]] μετώπου (βλ. [[κόρση]]), στον πληθ., οι κρόταφοι, Λατ. [[tempora]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[βουνό]], η πλαγιά του, σε Αισχύλ., Ανθ.
|lsmtext='''κρότᾰφος:''' ὁ ([[κροτέω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[πλευρά]] μετώπου (βλ. [[κόρση]]), στον πληθ., οι κρόταφοι, Λατ. [[tempora]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[βουνό]], η πλαγιά του, σε Αισχύλ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κρότᾰφος:''' ὁ<b class="num">1)</b> преимущ. pl. висок (τὸ μεταξὺ ὀφθαλμοῦ καὶ ὠτὸς καὶ κορυφῆς καλεῖται κ. Arst.): ἑτέροιο διὰ κροτάφοιο πέρησεν [[αἰχμή]] Hom. через другой висок (т. е. насквозь) прошло копье;<br /><b class="num">2)</b> pl. волосы на висках Arst.;<br /><b class="num">3)</b> pl. верхние склоны, вершина (sc. Καυκάσου Aesch.; Ἑλικῶνος Anth.).
}}
}}