3,274,216
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κρηναῖος:''' -α, -ον ([[κρήνη]]), προερχόμενος από [[κρήνη]] ή [[πηγή]], <i>Νύμφαι κρηναῖαι = Κρηνιάδες</i>, σε Ομήρ. Οδ.· κρ. [[ὕδωρ]], το αναβλύζον από [[πηγή]] [[νερό]], σε Ηρόδ.· κρ. [[ποτόν]], σε Σοφ. κ.λπ. | |lsmtext='''κρηναῖος:''' -α, -ον ([[κρήνη]]), προερχόμενος από [[κρήνη]] ή [[πηγή]], <i>Νύμφαι κρηναῖαι = Κρηνιάδες</i>, σε Ομήρ. Οδ.· κρ. [[ὕδωρ]], το αναβλύζον από [[πηγή]] [[νερό]], σε Ηρόδ.· κρ. [[ποτόν]], σε Σοφ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρηναῖος:''' <b class="num">1)</b> живущий в источнике (Νύμφαι Hom.);<br /><b class="num">2)</b> ключевой ([[ὕδωρ]] Her.; νασμοί Eur.; ὕδατα Arst.; λιβάδες Anth.): κρηναῖον [[γάνος]] Aesch. утоление, даваемое источником. | |||
}} | }} |