κύω: Difference between revisions

555 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κύω:'''<b class="num">I. 1.</b> στον ενεστ. και παρατ., λέγεται για γυναίκες, [[συλλαμβάνω]], [[κυοφορώ]], σε Χρησμ. [[παρά]] Ηροδ., σε Θέογν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[σπανίως]] με αιτ., είμαι [[έγκυος]] με [[παιδί]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> στον αόρ. αʹ <i>ἔκῡσα</i>, Ενεργ., λέγεται για τον άνδρα, [[καθιστώ]] έγκυο, [[γονιμοποιώ]], και Μέσ. <i>ἐκῡσάμην</i>, λέγεται για τη [[γυναίκα]], [[συλλαμβάνω]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''κύω:'''<b class="num">I. 1.</b> στον ενεστ. και παρατ., λέγεται για γυναίκες, [[συλλαμβάνω]], [[κυοφορώ]], σε Χρησμ. [[παρά]] Ηροδ., σε Θέογν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[σπανίως]] με αιτ., είμαι [[έγκυος]] με [[παιδί]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> στον αόρ. αʹ <i>ἔκῡσα</i>, Ενεργ., λέγεται για τον άνδρα, [[καθιστώ]] έγκυο, [[γονιμοποιώ]], και Μέσ. <i>ἐκῡσάμην</i>, λέγεται για τη [[γυναίκα]], [[συλλαμβάνω]], σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κύω:''' (только praes. и aor. [[ἔκυσα|ἔκῡσα]]; остальные формы - от [[κυέω]])<br /><b class="num">1)</b> быть беременной ([[ἑξήκοντα]] ἡμέρας Arst.; [[ἀπό]] τινος Luc.): κυσ(σ)αμένη Hes. забеременевшая;<br /><b class="num">2)</b> носить в чреве ([[πολλά]] κυήματα Arst.; [[παιδίον]] Luc.);<br /><b class="num">3)</b> оплодотворять ([[ὄμβρος]] ἔκυσε γαῖαν Aesch.).
}}
}}