λίνεος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λίνεος:''' [ῐ], -α, -ον, συνηρ. [[λινοῦς]], -ῆ, -οῦν· (λινόν)· φτιαγμένος από λινό, [[λινός]], Λατ. [[lineus]], σε Ηρόδ., Πλάτ., κ.λπ.
|lsmtext='''λίνεος:''' [ῐ], -α, -ον, συνηρ. [[λινοῦς]], -ῆ, -οῦν· (λινόν)· φτιαγμένος από λινό, [[λινός]], Λατ. [[lineus]], σε Ηρόδ., Πλάτ., κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''λίνεος:''' стяж. [[λινοῦς|λῐνοῦς]] 3 льняной ([[κιθών]] Her.; [[ἱμάτιον]] Plat.; [[σφαῖρα]] Arst.): [[ὅπλα]] λίνεα Her. льняные канаты.
}}
}}