3,241,406
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μελίπνοος:''' -ον, συνηρ. -πνους, <i>-ουν</i>, αυτός που αποπνέει [[οσμή]] μελιού, που έχει γλυκιά [[αναπνοή]], σε Θεόκρ., Ανθ. | |lsmtext='''μελίπνοος:''' -ον, συνηρ. -πνους, <i>-ουν</i>, αυτός που αποπνέει [[οσμή]] μελιού, που έχει γλυκιά [[αναπνοή]], σε Θεόκρ., Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελίπνοος:''' стяж. [[μελίπνους]] 2<br /><b class="num">1)</b> сладко пахнущий ([[λίβανος]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> сладостно поющий (σύριγξ Theocr.). | |||
}} | }} |