3,277,002
edits
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μέταλλον:''' τό,<br /><b class="num">I.</b> [[μεταλλείο]] ή [[λατομείο]], ἁλὸς [[μέταλλον]], [[ορυχείο]] αλατιού, [[αλατωρυχείο]], σε Ηρόδ.· <i>χρύσεα καὶἀργύρεα μέταλλα</i>, ορυχεία αργύρου και χρυσού, στον ίδ.· <i>μέταλλα</i> (μόνο), ορυχεία αργύρου, σε Ξεν.· μαρμάρου [[μέταλλον]], λατομεία μαρμάρου, σε Στράβ.<br /><b class="num">II.</b> η [[έννοια]] του μετάλλου, Λατ. [[metallum]], δεν υπάρχει στην κλασική περίοδο της ελλ. γλώσσας (πιθ. όπως το [[μεταλλάω]], από το <i>μετ' ἄλλα</i>, [[έρευνα]] για άλλα πράγματα). | |lsmtext='''μέταλλον:''' τό,<br /><b class="num">I.</b> [[μεταλλείο]] ή [[λατομείο]], ἁλὸς [[μέταλλον]], [[ορυχείο]] αλατιού, [[αλατωρυχείο]], σε Ηρόδ.· <i>χρύσεα καὶἀργύρεα μέταλλα</i>, ορυχεία αργύρου και χρυσού, στον ίδ.· <i>μέταλλα</i> (μόνο), ορυχεία αργύρου, σε Ξεν.· μαρμάρου [[μέταλλον]], λατομεία μαρμάρου, σε Στράβ.<br /><b class="num">II.</b> η [[έννοια]] του μετάλλου, Λατ. [[metallum]], δεν υπάρχει στην κλασική περίοδο της ελλ. γλώσσας (πιθ. όπως το [[μεταλλάω]], από το <i>μετ' ἄλλα</i>, [[έρευνα]] για άλλα πράγματα). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μέταλλον:''' τό<b class="num">1)</b> шахты, копи (ἁλὸς μ. Her.);<br /><b class="num">2)</b> pl. рудники (χρύσεα καὶ ἀργύρεα μέταλλα Her.);<br /><b class="num">3)</b> pl. воен. земляные работы, подкопы (πολιορκεῖν διὰ τῶν μετάλλων Polyb.). | |||
}} | }} |