μαννοφόρος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μαννοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φοράει [[κολλάρο]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''μαννοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φοράει [[κολλάρο]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μαννοφόρος:''' [[μάννος]] ожерелье] носящий (как бы) ожерелье ([[νεβρός]] Theocr. - v. l. [[μανοφόρος]]).
}}
}}