μισθαρνέω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μισθαρνέω:''' μελ. <i>-ήσω</i>, [[εργάζομαι]] ή [[υπηρετώ]] [[έναντι]] αμοιβής, σε Πλάτ., Δημ.· <i>μισθαρνῶν ἀνύειν τι</i>, κάνω [[κάτι]] επί [[πληρωμή]], σε Σοφ.
|lsmtext='''μισθαρνέω:''' μελ. <i>-ήσω</i>, [[εργάζομαι]] ή [[υπηρετώ]] [[έναντι]] αμοιβής, σε Πλάτ., Δημ.· <i>μισθαρνῶν ἀνύειν τι</i>, κάνω [[κάτι]] επί [[πληρωμή]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μισθαρνέω:''' служить по найму, работать за плату: οἰ μισθαρνοῦντες Arst., Plut. наемные рабочие или наемники; μισθαρνοῦντες ἤνυσαν [[τάδε]] Soph. они совершили это за плату.
}}
}}