μουσοφιλής: Difference between revisions
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μουσοφῐλής:''' -ές ([[φιλέω]]), αυτός που αγαπά τις Μούσες, [[εραστής]] των Μουσών, σε Ανθ. | |lsmtext='''μουσοφῐλής:''' -ές ([[φιλέω]]), αυτός που αγαπά τις Μούσες, [[εραστής]] των Μουσών, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μουσοφῐλής:''' любящий муз Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ές,
A loving the Muses, ἕταρος AP11.44 (Phld.).
Greek (Liddell-Scott)
μουσοφῐλής: -ές, ὁ ὑπὸ τῶν Μουσῶν φιλούμενος, Ἀνθ. Π. 11. 44.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
ami des Muses.
Étymologie: μοῦσα, φιλέω.
Greek Monolingual
-ές (Α μουσοφιλής, -ές)
προσφιλής στις Μούσες, αυτός που εμπνέεται από τις Μούσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -φιλής (< φίλος) πρβλ. θεο-φιλής].
Greek Monotonic
μουσοφῐλής: -ές (φιλέω), αυτός που αγαπά τις Μούσες, εραστής των Μουσών, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μουσοφῐλής: любящий муз Anth.