νυμφίος: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νυμφίος:''' ὁ ([[νύμφη]])·<br /><b class="num">I.</b> [[γαμπρός]], αυτός που έχει παντρευτεί, [[νιόπαντρος]] [[άνδρας]], σε Όμηρ. κ.λπ.· στον πληθ., <i>τοῖς νεωστὶ νυμφίοις</i>, στο νυφικό [[ζευγάρι]], στους νεονύμφους, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[νύμφιος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, [[νυφικός]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''νυμφίος:''' ὁ ([[νύμφη]])·<br /><b class="num">I.</b> [[γαμπρός]], αυτός που έχει παντρευτεί, [[νιόπαντρος]] [[άνδρας]], σε Όμηρ. κ.λπ.· στον πληθ., <i>τοῖς νεωστὶ νυμφίοις</i>, στο νυφικό [[ζευγάρι]], στους νεονύμφους, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[νύμφιος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, [[νυφικός]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''νυμφίος:''' <b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> жених Aesch., Xen., NT, Plut.;<br /><b class="num">2)</b> новобрачный, молодой супруг Hom., Soph., Arph.
}}
}}