οἰκουρός: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰκουρός:''' -όν ([[οὖρος]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που φυλάσσει το [[σπίτι]], λέγεται για φύλακα [[σκύλο]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">I.</b> ως ουσ., [[οἰκουρός]], <i>ἡ</i>, [[κυρία]] του σπιτιού, [[οικοδέσποινα]], [[νοικοκυρά]], σε Ευρ.· λέγεται περιφρονητικά για άντρα, αυτός που κάθεται στο [[σπίτι]] του, [[δειλός]], αντίθ. προς αυτόν που σπεύδει να [[πάει]] στον πόλεμο, σε Αισχύλ.· ομοίως, [[δίαιτα]] [[οἰκουρός]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''οἰκουρός:''' -όν ([[οὖρος]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που φυλάσσει το [[σπίτι]], λέγεται για φύλακα [[σκύλο]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">I.</b> ως ουσ., [[οἰκουρός]], <i>ἡ</i>, [[κυρία]] του σπιτιού, [[οικοδέσποινα]], [[νοικοκυρά]], σε Ευρ.· λέγεται περιφρονητικά για άντρα, αυτός που κάθεται στο [[σπίτι]] του, [[δειλός]], αντίθ. προς αυτόν που σπεύδει να [[πάει]] στον πόλεμο, σε Αισχύλ.· ομοίως, [[δίαιτα]] [[οἰκουρός]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκουρός:''' <b class="num">1)</b> охраняющий дом, стерегущий (sc. [[κύων]] Arph.; [[ἀλεκτρυών]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> не выходящий из дому, т. е. бездеятельный, праздный ([[δίαιτα]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> застоявшийся, затхлый ([[ἀήρ]] Plut.).
}}
}}