οὐδέτερος: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οὐδέτερος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> [[ούτε]] [[ένας]] από τους [[δύο]], [[κανένας]] από τους [[δύο]], Λατ. [[neuter]] αντί ne [[uter]], σε Ηρόδ.· στον πληθ., όταν και τα [[δύο]] μέρη είναι στον πληθ., σε Ησίοδ., Ηρόδ.· επίρρ. [[οὐδετέρως]], με κανέναν από τους [[δύο]] τρόπους, σε Πλάτ.· επίσης, το ουδ. ως επίρρ. [[οὐδετέρως]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ο [[ουδέτερος]], αυτός που διάκειται με [[ουδετερότητα]], [[τῶν]] μὲν αἱρετῶν οὐσῶν, [[τῶν]] δὲ φευκτῶν, [[τῶν]] δ' οὐδετέρων, σε Αριστ.
|lsmtext='''οὐδέτερος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> [[ούτε]] [[ένας]] από τους [[δύο]], [[κανένας]] από τους [[δύο]], Λατ. [[neuter]] αντί ne [[uter]], σε Ηρόδ.· στον πληθ., όταν και τα [[δύο]] μέρη είναι στον πληθ., σε Ησίοδ., Ηρόδ.· επίρρ. [[οὐδετέρως]], με κανέναν από τους [[δύο]] τρόπους, σε Πλάτ.· επίσης, το ουδ. ως επίρρ. [[οὐδετέρως]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ο [[ουδέτερος]], αυτός που διάκειται με [[ουδετερότητα]], [[τῶν]] μὲν αἱρετῶν οὐσῶν, [[τῶν]] δὲ φευκτῶν, [[τῶν]] δ' οὐδετέρων, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''οὐδέτερος:''' <b class="num">1)</b> ни тот, ни другой, ни один (из обоих): οὐ. τούτων Plat. ни один из них обоих; οὐδέτεροι νικήσαντες διέστησαν Her. оба (противника), из которых ни один не одержал победы, разошлись;<br /><b class="num">2)</b> нейтральный: τῶν οὐδετέρων εἶναι Arst. быть в числе нейтральных.
}}
}}