3,276,901
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πάτος:''' ὁ, περπατημένος ή ποδοπατημένος [[δρόμος]], [[μονοπάτι]], σε Όμηρ.· μεταφ., [[ἔξω]] πάτου, έξω από τον δρόμο, σε Λουκ. | |lsmtext='''πάτος:''' ὁ, περπατημένος ή ποδοπατημένος [[δρόμος]], [[μονοπάτι]], σε Όμηρ.· μεταφ., [[ἔξω]] πάτου, έξω από τον δρόμο, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πάτος -ου, ὁ [~ πατέω] het lopen, stap:. πάτος ἀνθρώπων rondlopende mensen Od. 9.119. pad:; ἦ γὰρ ἀπ ’ ἀνθρώπων ἐκτὸς πάτου ἐστιν want (deze weg) ligt ver weg van het pad der mensen Parm. B 1.27; overdr.. ἔξω πάτου ὀνόματα buitensporige woorden Luc. 59.44. | |||
}} | }} |