πολυάρματος: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυάρμᾰτος:''' -ον ([[ἅρμα]]), αυτός που έχει [[πολλά]] άρματα, σε Σοφ.
|lsmtext='''πολυάρμᾰτος:''' -ον ([[ἅρμα]]), αυτός που έχει [[πολλά]] άρματα, σε Σοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυάρματος -ον [πολύς, ἅρμα] met veel strijdwagens.
}}
}}