πήγανον: Difference between revisions

3b
(6)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πήγᾰνον:''' τό, ο [[απήγανος]], Λατ. [[ruta]]· παροιμ., <i>οὐδ' ἐν σελίνῳ οὐδ' ἐν πηγάνῳ</i>, δηλ. [[μόλις]] και [[μετά]] βίας στην [[άκρη]] ή στην [[αρχή]], [[επειδή]] αυτά τα χόρτα οριοθετούσαν τις άκρες των παρτεριών, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πήγᾰνον:''' τό, ο [[απήγανος]], Λατ. [[ruta]]· παροιμ., <i>οὐδ' ἐν σελίνῳ οὐδ' ἐν πηγάνῳ</i>, δηλ. [[μόλις]] και [[μετά]] βίας στην [[άκρη]] ή στην [[αρχή]], [[επειδή]] αυτά τα χόρτα οριοθετούσαν τις άκρες των παρτεριών, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''πήγᾰνον:''' τό бот. рута NT: οὐδ᾽ ἐν σελίνῳ οὐδ᾽ ἐν πηγάνῳ εἶναι погов. Arph. не быть ни в начале, ни в конце, т. е. быть совершенным новичком ([[σέλινον]] «сельдерей» и π. сажались по краям огорода).
}}
}}