3,273,019
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολύχειρ:''' -χειρος, ὁ, ἡ,·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] χέρια, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που αποτελείται από πολυάριθμο [[σώμα]] στρατιωτών, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''πολύχειρ:''' -χειρος, ὁ, ἡ,·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] χέρια, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που αποτελείται από πολυάριθμο [[σώμα]] στρατιωτών, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολύχειρ:''' χειρος adj.<br /><b class="num">1)</b> многорукий (π. καὶ [[πολύπους]] [[Ἐρινύς]] Soph.; [[πολύπους]] καὶ π. Arst.);<br /><b class="num">2)</b> располагающий большим войском (π. καὶ πολυναύτας, sc. [[Ξέρξης]] Aesch.). | |||
}} | }} |