προφερής: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προφερής:''' -ές ([[προφέρω]])·<br /><b class="num">I.</b> ποιητ. επίθ., αυτός που προέχει, που υπερέχει, [[υπέρμετρος]], [[έξοχος]], με γεν., σε Ησίοδ.· συγκρ., [[υπέρτερος]], [[ανυπέρβλητος]], [[τῶν]] ἄλλων προφερέστερος, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., (<i>ἡμίονοι</i>) [[βοῶν]] προφερέστεραί εἰσιν [[ἑλκέμεναι]], είναι καλύτεροι από τα βόδια στην [[έλξη]], στο [[τράβηγμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· υπερθ. <i>προφερέστατος</i>, στο ίδ., Ησίοδ.· επίσης συγκρ. και υπερθ. [[προφέρτερος]], <i>προφέρτατος</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δείχνει μεγαλύτερος από όσο είναι, [[καλοαναθρεμμένος]], σε Πλάτ., Αισχίν.
|lsmtext='''προφερής:''' -ές ([[προφέρω]])·<br /><b class="num">I.</b> ποιητ. επίθ., αυτός που προέχει, που υπερέχει, [[υπέρμετρος]], [[έξοχος]], με γεν., σε Ησίοδ.· συγκρ., [[υπέρτερος]], [[ανυπέρβλητος]], [[τῶν]] ἄλλων προφερέστερος, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., (<i>ἡμίονοι</i>) [[βοῶν]] προφερέστεραί εἰσιν [[ἑλκέμεναι]], είναι καλύτεροι από τα βόδια στην [[έλξη]], στο [[τράβηγμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· υπερθ. <i>προφερέστατος</i>, στο ίδ., Ησίοδ.· επίσης συγκρ. και υπερθ. [[προφέρτερος]], <i>προφέρτατος</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δείχνει μεγαλύτερος από όσο είναι, [[καλοαναθρεμμένος]], σε Πλάτ., Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''προφερής:''' ὁ<b class="num">1)</b> (Hom. - только compar. προφερέστερος и superl. προφερέστατος) выдающийся, превосходный, отличный: ἅλματι πάντων προφερέστατος Hom. превзошедший всех в прыжках; αἱ (ἡμίονοι) [[βοῶν]] προφερέστεραί εἰσιν [[ἑλκέμεναι]] [[ἄροτρον]] Hom. мулы лучше тянут плуг, чем волы;<br /><b class="num">2)</b> (compar. [[προφέρτερος]], superl. προφέρτατος) старший (годами или на вид) Hes., Soph., Plat.: νέοι ὄντες προφερεῖς φαίνονται Aeschin. будучи молодыми, они кажутся старше (своих лет).
}}
}}