3,276,932
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρυμνόθεν:''' ([[πρυμνόν]]), επίρρ., από τον πυθμένα, από τον πάτο, απ' όπου, όπως το Λατ. funditis, ολοσχερώς, συθέμελα, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''πρυμνόθεν:''' ([[πρυμνόν]]), επίρρ., από τον πυθμένα, από τον πάτο, απ' όπου, όπως το Λατ. funditis, ολοσχερώς, συθέμελα, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρυμνόθεν:''' adv. досл. с кормы, перен. до основания, полностью, вконец (ὀλλύναι Aesch.). | |||
}} | }} |