πρυμνόθεν: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρυμνόθεν:''' ([[πρυμνόν]]), επίρρ., από τον πυθμένα, από τον πάτο, απ' όπου, όπως το Λατ. funditis, ολοσχερώς, συθέμελα, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πρυμνόθεν:''' ([[πρυμνόν]]), επίρρ., από τον πυθμένα, από τον πάτο, απ' όπου, όπως το Λατ. funditis, ολοσχερώς, συθέμελα, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''πρυμνόθεν:''' adv. досл. с кормы, перен. до основания, полностью, вконец (ὀλλύναι Aesch.).
}}
}}