προσίημι: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσίημι:''' μέλ. <i>προσήσω</i> — Μέσ. <i>-ήσομαι</i>· αόρ. αʹ <i>προσῆκα</i>, Μέσ. <i>-ηκάμην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στέλνω]] σε ή προς, [[αφήνω]] κάποιον να πλησιάσει, τινὰ πρὸς τὸ [[πῦρ]], σε Ξεν.· [[εφαρμόζω]], <i>τί τινι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., <i>προσίεμαι</i>, [[αφήνω]] να έρθει [[κάποιος]] κοντά, [[επιτρέπω]], <i>προσίημί τιναεἰς τὴν ὁμιλίαν</i>, σε Πλάτ.· [[προσίημι]] τοὺς βαρβάρους, τους [[αφήνω]] να πλησιάσουν, σε Ξεν. <b>2. α)</b> [[παραδέχομαι]], [[αποδέχομαι]], [[πιστεύω]], [[τοῦτο]] μὲν οὐ προσίεμαι, σε Ηρόδ.· [[προσηκάμην]] τὸ ῥηθέν, σε Ευρ. <b>β)</b> [[παραδέχομαι]], [[αποδέχομαι]], [[δέχομαι]], <i>ξεινικὰ νόμαια</i>, σε Ηρόδ.· <i>προσίεμαι τὰ προκεκηρυγμένα</i>, [[δέχομαι]], [[συμφωνώ]] με τις προτάσεις, σε Θουκ.· προσίεμαι [[φάρμακον]], [[λαμβάνω]], [[παίρνω]] [[φάρμακο]], σε Ξεν. <b>γ)</b> [[επιτρέπω]], [[παραδέχομαι]], [[επιδοκιμάζω]], <i>τὴν προδοσίην</i>, σε Ηρόδ.· [[οὐδαμῇ]] προσίενται οἱ θεοὶ τὸν πόλεμον, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., [[αναλαμβάνω]], [[τολμώ]] να πράξω, στον ίδ.· επίσης, [[παραδέχομαι]] ότι, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> με αιτ. προσ., [[προσελκύω]], [[κερδίζω]], [[ευαρεστώ]], <i>οὐδὲν προσίετό μιν</i>, [[τίποτα]] δεν τον πείθει ή δεν τον ευχαριστεί, σε Ηρόδ.· <i>ἓν δ' οὐ δύναταί με προσέσθαι</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''προσίημι:''' μέλ. <i>προσήσω</i> — Μέσ. <i>-ήσομαι</i>· αόρ. αʹ <i>προσῆκα</i>, Μέσ. <i>-ηκάμην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στέλνω]] σε ή προς, [[αφήνω]] κάποιον να πλησιάσει, τινὰ πρὸς τὸ [[πῦρ]], σε Ξεν.· [[εφαρμόζω]], <i>τί τινι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., <i>προσίεμαι</i>, [[αφήνω]] να έρθει [[κάποιος]] κοντά, [[επιτρέπω]], <i>προσίημί τιναεἰς τὴν ὁμιλίαν</i>, σε Πλάτ.· [[προσίημι]] τοὺς βαρβάρους, τους [[αφήνω]] να πλησιάσουν, σε Ξεν. <b>2. α)</b> [[παραδέχομαι]], [[αποδέχομαι]], [[πιστεύω]], [[τοῦτο]] μὲν οὐ προσίεμαι, σε Ηρόδ.· [[προσηκάμην]] τὸ ῥηθέν, σε Ευρ. <b>β)</b> [[παραδέχομαι]], [[αποδέχομαι]], [[δέχομαι]], <i>ξεινικὰ νόμαια</i>, σε Ηρόδ.· <i>προσίεμαι τὰ προκεκηρυγμένα</i>, [[δέχομαι]], [[συμφωνώ]] με τις προτάσεις, σε Θουκ.· προσίεμαι [[φάρμακον]], [[λαμβάνω]], [[παίρνω]] [[φάρμακο]], σε Ξεν. <b>γ)</b> [[επιτρέπω]], [[παραδέχομαι]], [[επιδοκιμάζω]], <i>τὴν προδοσίην</i>, σε Ηρόδ.· [[οὐδαμῇ]] προσίενται οἱ θεοὶ τὸν πόλεμον, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., [[αναλαμβάνω]], [[τολμώ]] να πράξω, στον ίδ.· επίσης, [[παραδέχομαι]] ότι, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> με αιτ. προσ., [[προσελκύω]], [[κερδίζω]], [[ευαρεστώ]], <i>οὐδὲν προσίετό μιν</i>, [[τίποτα]] δεν τον πείθει ή δεν τον ευχαριστεί, σε Ηρόδ.· <i>ἓν δ' οὐ δύναταί με προσέσθαι</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσίημι:''' (fut. προσήσω, aor. [[προσῆκα]])<br /><b class="num">1)</b> (преимущ. med.) допускать, подпускать, принимать ([[ἐγγὺς]] οὐ προσίεσθαί τινα Xen.): οὐ π. τοὺς ὀψίζοντας πρός τι Xen. не допускать опоздавших к чему-л.; μὴ προσίεσθαί τινα εἰς ταὐτὸν ἑαυτῷ Xen. не допускать кого-л. в свое общество; τῷ μαστῷ τὰ παιδάρια προσίεσθαι Plut. давать грудь младенцам; προσίεσθαι τὰς χεῖρας Arst. становиться ручным, приручаться; [[χαλεπῶς]] προσίεσθαί τι Xen. принимать что-л. с неудовольствием, отказываться от чего-л.; μὴ προσίεσθαι [[φάρμακον]] Xen. отказываться от лекарства; τῷ (Κύρῳ) ἡ ψυχὴ [[σῖτον]] οὐ προσίετο Xen. у Кира не было аппетита; κακὸν οὐδὲν οὐδ᾽ αἰσχρὸν προσίεσθαι Xen. не допускать никаких трусливых и позорных поступков; ἧτταν προσίεσθαι Xen. соглашаться на свое поражение; [[τοῦτο]] οὐ προσίεμαι Her. с этим я не согласен; προσίεσθαι τὰ κεκηρυγμένα Thuc. принимать объявленные через глашатая условия; [[προσηκάμην]] τὸ ῥηθέν Eur. я с удовольствием выслушал (эти) слова; οὐ προσίεμαι τὴν διαβολήν Her. я не верю этой клевете; οὐ προσίεσθαι πράττειν τὰς τοιαύτας πράξεις Plat. не иметь склонности к подобным поступкам;<br /><b class="num">2)</b> med. приходиться по душе, нравиться: οὐδὲν προσίετό μιν Her. ничто его не удовлетворяло; ἓν δ᾽ οὐ προσίεταί με Arph. одно (лишь) мне не нравится.
}}
}}