προσοικέω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσοικέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[κατοικώ]] [[πλησίον]] ή κοντά, <i>τινί</i>, σε Ξεν.· απόλ., <i>οἱ προσοικοῦντες</i>, γειτονικές φυλές, γειτονικοί λαοί, σε Ισοκρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[κατοικώ]] [[εντός]] ή κοντά, <i>Ἐπίδαμνον</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''προσοικέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[κατοικώ]] [[πλησίον]] ή κοντά, <i>τινί</i>, σε Ξεν.· απόλ., <i>οἱ προσοικοῦντες</i>, γειτονικές φυλές, γειτονικοί λαοί, σε Ισοκρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[κατοικώ]] [[εντός]] ή κοντά, <i>Ἐπίδαμνον</i>, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσοικέω:''' <b class="num">1)</b> жить рядом, обитать по соседству (πόλεσι Xen.; Ἐπίδαμνον Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> находиться рядом, быть расположенным по соседству (ποταμοῖς καὶ θαλάττῃ Plat.);<br /><b class="num">3)</b> населять (γῆ προσοικουμένη Plut.).
}}
}}