3,277,300
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σκῆψις:''' -εως, ἡ ([[σκήπτω]]), [[πρόφαση]], [[πρόσχημα]], [[δικαιολογία]], [[προσποίηση]], σε Τραγ.· με γεν., <i>κατὰ φόνου τινὰ σκῆψιν</i>, με την [[πρόφαση]] ότι διέπραξαν φόνο, σε Ηρόδ.· [[σκῆψις]] τοῦ μὴ ποιεῖν, το [[πρόσχημα]], η [[δικαιολογία]] για να μην κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]], σε Δημ. | |lsmtext='''σκῆψις:''' -εως, ἡ ([[σκήπτω]]), [[πρόφαση]], [[πρόσχημα]], [[δικαιολογία]], [[προσποίηση]], σε Τραγ.· με γεν., <i>κατὰ φόνου τινὰ σκῆψιν</i>, με την [[πρόφαση]] ότι διέπραξαν φόνο, σε Ηρόδ.· [[σκῆψις]] τοῦ μὴ ποιεῖν, το [[πρόσχημα]], η [[δικαιολογία]] για να μην κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σκῆψις -εως, ἡ [σκήπτω] smoesje, voorwendsel, verontschuldiging:; εἰσόρα μὴ σκῆψιν οὐκ οὖσαν τίθης pas op dat je geen ongefundeerd excuus naar voren brengt Soph. El. 584; σκῆψιν... ποιεύμενος τὴν ξεινίην τὴν Ἱστιαίου de gastvriendschap van Histiaios als voorwendsel gebruikend Hdt. 5.30.3; uitvlucht:; σκήψεις εὑρίσκειν uitvluchten bedenken Dem. 21.81; met gen.: σ. τοῦ μὴ τὰ δέοντα ποιεῖν ἐθέλειν een uitvlucht om niet te willen doen wat nodig is Dem. 1.6. | |||
}} | }} |