συγκινέω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκῑνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ανακινώ]] μαζί, [[συγκινώ]], [[συνταράσσω]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''συγκῑνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ανακινώ]] μαζί, [[συγκινώ]], [[συνταράσσω]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''συγκῑνέω:''' <b class="num">1)</b> вместе двигать, толкать, возбуждать (τινα Polyb.; τὸν λαόν NT): [[ἰδίᾳ]] ὁρμῇ συγκινεῖσθαι Plut. двигаться по собственному побуждению; συγκινεῖσθαί τινι Plut. следовать чьему-л. движению; συγκινούμενος Luc. размеренный, мерный;<br /><b class="num">2)</b> (sc. ἑαυτόν) двигаться Arst.
}}
}}