συλλαγχάνω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συλλαγχάνω:''' μέλ. <i>-λήξομαι</i>, παρακ. <i>-είληχα</i>· έχω επιλεγεί με κλήρο μαζί με άλλους, σε Πλούτ.
|lsmtext='''συλλαγχάνω:''' μέλ. <i>-λήξομαι</i>, παρακ. <i>-είληχα</i>· έχω επιλεγεί με κλήρο μαζί με άλλους, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''συλλαγχάνω:''' (χᾰ) (fut. συλλήξομαι, aor. 2 συνείλαχον) совместно получать по жребию, т. е. получать одинаковый жребий, разделять участь (τοῖς ὁμοίοις Plat.): ταῖς ὥραις ἐκείναις συνειληχὼς [[μεσοβασιλεύς]] Plut. как раз в это время избранный интеррексом.
}}
}}