3,274,216
edits
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σύγκλῠς:''' -ῠδος, ὁ, ἡ ([[κλύζω]]), αυτός που λούζεται από τα κύματα από κοινού με κάποιον [[άλλο]]· μεταφ., <i>ἄνθρωποι σύγκλυδες</i>, ετερόκλητο [[πλήθος]], όχλος, [[μάζα]], Λατ. [[colluvies]] hominum, σε Θουκ.· ομοίως, <i>σύγκλυδες</i> μόνον, σε Πλάτ. | |lsmtext='''σύγκλῠς:''' -ῠδος, ὁ, ἡ ([[κλύζω]]), αυτός που λούζεται από τα κύματα από κοινού με κάποιον [[άλλο]]· μεταφ., <i>ἄνθρωποι σύγκλυδες</i>, ετερόκλητο [[πλήθος]], όχλος, [[μάζα]], Λατ. [[colluvies]] hominum, σε Θουκ.· ομοίως, <i>σύγκλυδες</i> μόνον, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύγκλῠς:''' ῠδος adj. досл. намытый волнами, перен. нахлынувший, сбежавшийся (ἄνθρωποι Thuc.; [[ὅμιλος]] Plut.). | |||
}} | }} |