συμπορθέω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπορθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συμβάλλω]] στην [[καταστροφή]], [[καταστρέφω]] από κοινού, με δοτ. προσ., σε Ευρ.· <i>οἱ συμπεπορθημένοι</i>, αυτοί που περιέπεσαν σε τέτοια [[καταστροφή]], που εκπορθήθηκαν, σε Στράβ.
|lsmtext='''συμπορθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συμβάλλω]] στην [[καταστροφή]], [[καταστρέφω]] από κοινού, με δοτ. προσ., σε Ευρ.· <i>οἱ συμπεπορθημένοι</i>, αυτοί που περιέπεσαν σε τέτοια [[καταστροφή]], που εκπορθήθηκαν, σε Στράβ.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπορθέω:''' вместе разрушать: σ. τινι Φρύγας Eur. помогать кому-л. разорять Фригию.
}}
}}