3,274,873
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συμμετρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[σύμμετρος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[μετρώ]] μαζί, παραβάλλοντας [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]] — Παθ.·<br /><b class="num">1.</b> [[ἦμαρ]] συμμετρούμενον χρόνῳ, η [[ημέρα]] αυτή κατά τον υπολογισμό του χρόνου, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[συνυπολογίζω]] με, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[οἷς]] ὁ [[βίος]] ξυνεμετρήθη, που η [[ζωή]] τους ήταν μετρημένη, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[μετρώ]], [[υπολογίζω]] για τον εαυτό μου, [[υπολογίζω]] με [[ακρίβεια]], σε Ηρόδ.· <i>ξυνεμετρήσαντο</i> (τὸ [[τεῖχος]]) ταῖς ἐπιβολαῖς [[τῶν]] πλίνθων, υπολόγισαν το ύψος του μετρώντας τις σειρές των πλίνθων, σε Θουκ. | |lsmtext='''συμμετρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[σύμμετρος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[μετρώ]] μαζί, παραβάλλοντας [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]] — Παθ.·<br /><b class="num">1.</b> [[ἦμαρ]] συμμετρούμενον χρόνῳ, η [[ημέρα]] αυτή κατά τον υπολογισμό του χρόνου, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[συνυπολογίζω]] με, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[οἷς]] ὁ [[βίος]] ξυνεμετρήθη, που η [[ζωή]] τους ήταν μετρημένη, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[μετρώ]], [[υπολογίζω]] για τον εαυτό μου, [[υπολογίζω]] με [[ακρίβεια]], σε Ηρόδ.· <i>ξυνεμετρήσαντο</i> (τὸ [[τεῖχος]]) ταῖς ἐπιβολαῖς [[τῶν]] πλίνθων, υπολόγισαν το ύψος του μετρώντας τις σειρές των πλίνθων, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συμμετρέω, Att. ook ξυμμετρέω [σύμμετρος] meestal med. afmeten (aan), (door vergelijking met...) meten of berekenen:; τὴν ὥρην τῆς ἡμέρης het uur van de dag Hdt. 4.158.2; met dat.:; μ ’( ε ) ἦμαρ... ξυμμετρούμενον χρόνῳ als ik de dag vergelijk met de tijd (d.w.z. als ik uitreken welke dag het is en hoeveel tijd er voorbij is gegaan) Soph. OT 73; med.-pass. proportioneel zijn (aan), in (juiste) verhouding zijn (met):. τῷ μακρῷ... συμμετρούμενος χρόνῳ (hij is gestorven) in overeenstemming met de lange tijd (die hij geleefd heeft) Soph. OT 963. toemeten, met dat. aan iem.; pass.. οἷς... ὁ βίος... ξυνεμετρήθη aan wie het leven is toegemeten Thuc. 2.44.1. | |||
}} | }} |