συναρμολογέομαι: Difference between revisions

4
(6)
 
(4)
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συναρμολογέομαι:''' Παθ., είμαι συνταιριασμένος ή συναρμοσμένος, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''συναρμολογέομαι:''' Παθ., είμαι συνταιριασμένος ή συναρμοσμένος, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''συναρμολογέομαι:''' быть слаженным, соразмерным (οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη NT).
}}
}}