3,277,226
edits
(6) |
(4) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συναρμολογέομαι:''' Παθ., είμαι συνταιριασμένος ή συναρμοσμένος, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''συναρμολογέομαι:''' Παθ., είμαι συνταιριασμένος ή συναρμοσμένος, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συναρμολογέομαι:''' быть слаженным, соразмерным (οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη NT). | |||
}} | }} |