συμφύλαξ: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμφύλαξ:''' [ῠ], -ᾰκος, ὁ, αυτός που φυλάει [[σκοπιά]] ή φρουρεί από κοινού, σε Θουκ., Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''συμφύλαξ:''' [ῠ], -ᾰκος, ὁ, αυτός που φυλάει [[σκοπιά]] ή φρουρεί από κοινού, σε Θουκ., Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''συμφύλαξ:''' ᾰκος (ῠ) ὁ совместно несущий стражу или охрану (Thuc. etc.; [[ξύμμαχος]] καὶ σ. τινί τινος Xen.).
}}
}}