συνδιαγιγνώσκω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνδιαγιγνώσκω:''' μέλ. -[[γνώσομαι]], [[συμμετέχω]] με άλλους ως [[κριτής]] στο να αποφασιστεί ή να κατακυρωθεί [[κάτι]], σε Θουκ.
|lsmtext='''συνδιαγιγνώσκω:''' μέλ. -[[γνώσομαι]], [[συμμετέχω]] με άλλους ως [[κριτής]] στο να αποφασιστεί ή να κατακυρωθεί [[κάτι]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνδιαγιγνώσκω:''' вместе выносить определение, совместно решать (τινὶ ποιεῖν τι Thuc.).
}}
}}