3,276,318
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συστρᾰτεύω:''' μέλ. <i>-εύσω</i>, και ως αποθ. <i>συστρατεύομαι</i>, μέλ. <i>-εύσομαι</i>· [[εκστρατεύω]] ή [[υπηρετώ]] τη στρατιωτική μου [[θητεία]] μαζί με κάποιον, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] σε [[εκστρατεία]], απόλ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>τινί</i>, με κάποιον άλλον, σε Ηρόδ., Θουκ. | |lsmtext='''συστρᾰτεύω:''' μέλ. <i>-εύσω</i>, και ως αποθ. <i>συστρατεύομαι</i>, μέλ. <i>-εύσομαι</i>· [[εκστρατεύω]] ή [[υπηρετώ]] τη στρατιωτική μου [[θητεία]] μαζί με κάποιον, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] σε [[εκστρατεία]], απόλ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>τινί</i>, με κάποιον άλλον, σε Ηρόδ., Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συστρᾰτεύω:''' тж. med. вместе отправляться в поход, совместно участвовать в походе, вместе воевать (τινί Her., [[σύν]] τινι Thuc., Xen. и [[μετά]] τινος Thuc.). | |||
}} | }} |