τεχνήμων: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τεχνήμων:''' -ον ([[τέχνη]]), με [[τέχνη]] και [[δεξιότητα]] κατειργασμένος, <i>αὐλοί</i>, σε Ανθ.
|lsmtext='''τεχνήμων:''' -ον ([[τέχνη]]), με [[τέχνη]] και [[δεξιότητα]] κατειργασμένος, <i>αὐλοί</i>, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τεχνήμων:''' 2, gen. ονος искусный (αὐλοί Anth.).
}}
}}