ταναίμυκος: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰναίμῡκος:''' -ον, αυτός που μουγκρίζει [[δυνατά]], σε Ανθ.
|lsmtext='''τᾰναίμῡκος:''' -ον, αυτός που μουγκρίζει [[δυνατά]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰναίμῡκος:''' протяжно или громко мычащий ([[βοῦς]] Anth.).
}}
}}