ταμιεύω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰμιεύω:''' μέλ. <i>ταμιεύσω</i> — Παθ., παρακ. <i>τεταμίευμαι</i>· ([[ταμίας]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> έχω την [[επιστασία]] των εσόδων και εξόδων, είμαι [[θησαυροφύλακας]], [[ταμίας]], σε Αριστοφ., Δημ.· με γεν., [[ταμιεύω]] τῆς Παράλου, είμαι [[ταμίας]] της Παράλου, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> στη [[Ρώμη]], είμαι [[ταμίας]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μτβ., [[διαχειρίζομαι]], [[διοικώ]], σε Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., <i>τοὺς νόμους τεταμιεύμεθα</i>, έχουμε παραλάβει τους νόμους, σε Λυσ. — Μέσ., ταμιεύεσθαι εἰς [[ὅσον]] βουλόμεθα ἄρχειν, να ορίσουμε τα όρια [[μέχρι]] τα οποία θέλουμε να επεκτείνουμε την επιχείρησή μας, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τη [[διεύθυνση]] του σπιτιού, [[διευθύνω]], [[διαχειρίζομαι]], σε Αριστοφ., Ξεν. — Παθ., [[χώρα]] ταμιευομένα τινί, κυβερνώμενη ή κατεχόμενη από κάποιον, σε Πίνδ.<br /><b class="num">3.</b> [[αποταμιεύω]], σε Δημ.· <i>Ζηνὸς ταμιεύεσκε [[γονάς]]</i>, ήταν το θησαυροφυλάκιό του (λέγεται για τη [[Δανάη]]), σε Σοφ.
|lsmtext='''τᾰμιεύω:''' μέλ. <i>ταμιεύσω</i> — Παθ., παρακ. <i>τεταμίευμαι</i>· ([[ταμίας]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> έχω την [[επιστασία]] των εσόδων και εξόδων, είμαι [[θησαυροφύλακας]], [[ταμίας]], σε Αριστοφ., Δημ.· με γεν., [[ταμιεύω]] τῆς Παράλου, είμαι [[ταμίας]] της Παράλου, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> στη [[Ρώμη]], είμαι [[ταμίας]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μτβ., [[διαχειρίζομαι]], [[διοικώ]], σε Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., <i>τοὺς νόμους τεταμιεύμεθα</i>, έχουμε παραλάβει τους νόμους, σε Λυσ. — Μέσ., ταμιεύεσθαι εἰς [[ὅσον]] βουλόμεθα ἄρχειν, να ορίσουμε τα όρια [[μέχρι]] τα οποία θέλουμε να επεκτείνουμε την επιχείρησή μας, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τη [[διεύθυνση]] του σπιτιού, [[διευθύνω]], [[διαχειρίζομαι]], σε Αριστοφ., Ξεν. — Παθ., [[χώρα]] ταμιευομένα τινί, κυβερνώμενη ή κατεχόμενη από κάποιον, σε Πίνδ.<br /><b class="num">3.</b> [[αποταμιεύω]], σε Δημ.· <i>Ζηνὸς ταμιεύεσκε [[γονάς]]</i>, ήταν το θησαυροφυλάκιό του (λέγεται για τη [[Δανάη]]), σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰμιεύω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> ведать хозяйственно-финансовыми делами, руководить хозяйством Arph., Arst., Dem.: τ. τῆς Παράλου Dem. ведать хозяйственной частью Парала; τ. τινί Arph., Dem. быть чьим-л. казначеем; ταμιεύεσθαι αὐτοῖς Arph. самим управлять своим хозяйством; οἱ τὰ τῆς πόλεώς τινι ταμιεύοντες Lys. управляющие чьим-л. государственным хозяйством;<br /><b class="num">2)</b> распределять по назначению, распоряжаться: ταμιεύεσθαι τὸ [[ἀργύριον]] Arph. вести денежные расходы;<br /><b class="num">3)</b> решать или управлять по своему усмотрению: ἔξεστιν [[ἡμῖν]] ταμιεύεσθαι, ὁπόσοις ἂν [[ὑμῶν]] βουλώμεθα μάχεσθαι Xen. нам принадлежит инициатива решать, со сколькими из вас мы захотим сражаться; ἐκ τῆς χειρός τινος ταμιεύεσθαι τοὺς νόμους Lys. управляться законами (полученными) из чьей-л. руки; [[χώρα]] Δωριεῖ λαῷ ταμιευομένα Pind. страна, управляемая дорическим народом; ταμιεύεσθαι τοῦ πνεύματος Arst. регулировать свое дыхание;<br /><b class="num">4)</b> накоплять или сберегать, хранить (τἀριστεῖα τῆς πόλεως ἐν ἀκροπόλει Dem.): ἐς τὸ [[αὔριον]] ταμιεύεσθαί τι Luc. откладывать что-л. до завтра;<br /><b class="num">5)</b> med. черпать из своих запасов, пользоваться (τι ἐκ τῆς ψυχῆς Xen.);<br /><b class="num">6)</b> (в Риме) занимать пост квестора Plut.
}}
}}