τοῖχος: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τοῖχος:''' ὁ ([[τεῖχος]]),<br /><b class="num">1.</b> [[τοίχος]] οικίας ή αυλής, Λατ. [[paries]], σε Όμηρ., Αττ.· στον πληθ., τα πλάγια ή τα [[πλευρά]] πλοίου, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για το ανθρώπινο [[σώμα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> παροιμ., ὁ εὖ πράττων [[τοῖχος]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''τοῖχος:''' ὁ ([[τεῖχος]]),<br /><b class="num">1.</b> [[τοίχος]] οικίας ή αυλής, Λατ. [[paries]], σε Όμηρ., Αττ.· στον πληθ., τα πλάγια ή τα [[πλευρά]] πλοίου, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για το ανθρώπινο [[σώμα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> παροιμ., ὁ εὖ πράττων [[τοῖχος]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''τοῖχος:''' ὁ<b class="num">1)</b> стена (δώματος Hom.; οἰκίας Plut.);<br /><b class="num">2)</b> тж. pl. борт корабля Hom., Thuc., Eur.: πρὸς τὸν εὖ πράττοντα τοῖχον Arph. или εἰς εὐτυχῆ τοῖχον Eur. с попутным ветром (досл. с благополучного борта);<br /><b class="num">3)</b> стенка (οἱ τοῖχοι τῶν κηρίνων Arst.);<br /><b class="num">4)</b> бок (τοῖχοι μελέων Eur.).
}}
}}