τροχήλατος: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τροχήλᾰτος:''' -ον ([[ἐλαύνω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που οδηγείται από τροχούς, που σύρεται από τροχούς, σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που σύρεται από τροχούς ή βρίσκεται κοντά στους τροχούς, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., αυτός που τρέχει [[γρήγορα]] σαν [[τροχός]] ή [[άμαξα]], στον ίδ.· [[μανία]] [[τροχήλατος]], περιστρεφόμενη [[μανία]], στον ίδ.
|lsmtext='''τροχήλᾰτος:''' -ον ([[ἐλαύνω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που οδηγείται από τροχούς, που σύρεται από τροχούς, σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που σύρεται από τροχούς ή βρίσκεται κοντά στους τροχούς, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., αυτός που τρέχει [[γρήγορα]] σαν [[τροχός]] ή [[άμαξα]], στον ίδ.· [[μανία]] [[τροχήλατος]], περιστρεφόμενη [[μανία]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τροχήλᾰτος:''' <b class="num">1)</b> движущийся на колесах (σκηναί Aesch.; δίφροι Soph.; [[ἀπήνη]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> изборожденный колесами ([[τρίοδος]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> влекомый колесницей: σφαγαὶ Ἓκτορος τροχήλατοι Eur. влекомый колесницей (Ахилла) труп Гектора;<br /><b class="num">4)</b> влекущий, т. е. впряженный в колесницу ([[πῶλος]] Eur.);<br /><b class="num">5)</b> кружащий колесом, т. е. не дающий покоя, преследующий ([[μανία]] Eur.);<br /><b class="num">6)</b> обработанный или выделанный на гончарном круге ([[λύχνος]] Arph.).
}}
}}