τότε: Difference between revisions

1,208 bytes added ,  1 January 2019
4b
(6)
(4b)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τότε:''' Δωρ. τόκᾰ,<br /><b class="num">1.</b> επίρρ., κατ' εκείνο τον χρόνο, [[τότε]], Λατ. [[tunc]], ανάλογο του αναφορικού [[ὅτε]] ή [[ὁπότε]], αντίθ. του [[νῦν]], σε Ομήρ. Ιλ., Όμηρ. κ.λπ.· επίσης με αόριστη [[σημασία]], κατά τους χρόνους εκείνους, [[προηγουμένως]], σε Σοφ. κ.λπ.· τότ' ἢ [[τότε]], κατά κάποιο χρόνο ή [[περίσταση]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> σε συνδυασμό με άλλα μόρια, καὶ [[τότε]] δή, σε Όμηρ.· καὶ τότ' [[ἔπειτα]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[τότε]] δή ῥα, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· τότ' [[ἤδη]], [[τότε]] επιτέλους, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">3.</b> με το [[άρθρο]], οἱ [[τότε]], οι άνθρωποι που ζούσαν εκείνον τον καιρό, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· οἱ [[τότε]] ἄνθρωποι, σε Ηρόδ.· <i>τῇ τόθ' ἡμέρᾳ</i>, σε Σοφ.· ἐν τῷ [[τότε]] (ενν. <i>χρόνῳ</i>), σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> εἰς [[τότε]], έως [[τότε]], σε Δημ.· ἐκ [[τότε]] ή <i>ἐκτότε</i>, από [[τότε]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''τότε:''' Δωρ. τόκᾰ,<br /><b class="num">1.</b> επίρρ., κατ' εκείνο τον χρόνο, [[τότε]], Λατ. [[tunc]], ανάλογο του αναφορικού [[ὅτε]] ή [[ὁπότε]], αντίθ. του [[νῦν]], σε Ομήρ. Ιλ., Όμηρ. κ.λπ.· επίσης με αόριστη [[σημασία]], κατά τους χρόνους εκείνους, [[προηγουμένως]], σε Σοφ. κ.λπ.· τότ' ἢ [[τότε]], κατά κάποιο χρόνο ή [[περίσταση]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> σε συνδυασμό με άλλα μόρια, καὶ [[τότε]] δή, σε Όμηρ.· καὶ τότ' [[ἔπειτα]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[τότε]] δή ῥα, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· τότ' [[ἤδη]], [[τότε]] επιτέλους, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">3.</b> με το [[άρθρο]], οἱ [[τότε]], οι άνθρωποι που ζούσαν εκείνον τον καιρό, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· οἱ [[τότε]] ἄνθρωποι, σε Ηρόδ.· <i>τῇ τόθ' ἡμέρᾳ</i>, σε Σοφ.· ἐν τῷ [[τότε]] (ενν. <i>χρόνῳ</i>), σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> εἰς [[τότε]], έως [[τότε]], σε Δημ.· ἐκ [[τότε]] ή <i>ἐκτότε</i>, από [[τότε]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''τότε:''' дор. [[τόκα|τόκᾰ]] adv.<br /><b class="num">1)</b> в то время, тогда: καὶ τ. καὶ [[νῦν]] Thuc. и тогда, и ныне; ἐκ τ. Plut. с того времени, с тех пор; οἱ τ. (ἄνθρωποι) Hom., Her., Xen., Plat. люди того времени; ἐν τῷ τ. (χρόνῳ) Thuc., Plat. в то время; εἰς τ. (τὸν χρόνον) Plat. до того времени, до тех пор; τῇ τόθ᾽ ἡμέρᾳ Soph. в тот день; τότ᾽ [[ἄρα]] τ. Soph., τ. δὴ τ. Dem. тогда-то, тогда именно; [[ὅταν]] …, τ. когда …, тогда;<br /><b class="num">2)</b> раньше, прежде Arph.: [[νῦν]] τε καὶ τοτ᾽ [[ἐννέπω]] Soph. говорю теперь, как (сказал) и прежде;<br /><b class="num">3)</b> тогда, в таком (этом) случае (ὥς [[ποτέ]] τις ἐρέει, τ. μοι [[χάνοι]] [[χθών]] Hom.): καὶ τ. Dem. даже в этом случае; ἢ τ. ἢ τ. Aesch., Eur. в том или в другом случае, рано или поздно.
}}
}}